Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεταλλήγω — (Α) (επικ.τ.) βλ. μεταλήγω … Dictionary of Greek
μεταλήγω — μεταλήγω, επικ. τ. μεταλλήγω (Α) παύω, σταματώ, διακόπτω κάτι … Dictionary of Greek